αναμιγνύομαι

αναμιγνύομαι
amalgamer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μετεγκεράννυμαι — (Α) αναμιγνύομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐγ κεράννυμαι «αναμιγνύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • προσανακεράννυμαι — Α αναμιγνύομαι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνακεράννυμαι «ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνανακεράννυμαι — ΜΑ, και συνανακίρναμαι και συνανακιρνῶμαι, άομαι, Α 1. αναμιγνύομαι, ανακατεύομαι με κάτι άλλο («κωνείῳ ἢ ἀκονίτῳ συνανακραθεῑσαν φιλοτησίαν», Λουκιαν.) 2. ενώνομαι με βαθύτερη εσωτερική ένωση («ἐπειδὴ συνανεκράθη θεῷ καὶ γέγονεν εἷς», Γρηγ.… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριοπραγώ — ἀλλοτριοπραγῶ ( έω) και ἀλλοτριοπραγμονῶ (Α) [ἀλλοτριοπραγία] 1. αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις, πολυπραγμονώ 2. κινώ, προκαλώ στάσεις, ταραχές …   Dictionary of Greek

  • αναμουρδώνω — και αναμπουρδώνω και ανεμουρδώνω 1. γίνομαι θολός, θολώνω 2. ανακατεύω, συγχέω, μπερδεύω 3. μολύνω, ρυπαίνω 4. τιμωρώ ταπεινωτικά (από την παλαιότερη συνήθεια να ρυπαίνουν για διαπόμπευση το πρόσωπο αυτού που τιμωρείται) 5. καταλύω τη νηστεία… …   Dictionary of Greek

  • απέχω — (AM ἀπέχω) 1. βρίσκομαι μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι 2. δεν αναμιγνύομαι, δεν μετέχω σε κάτι, κρατιέμαι μακριά από κάτι ||| αρχ. μσν. συγκρατιέμαι, δείχνω εγκράτεια, είμαι εγκρατής αρχ. 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω, αποκρούω 2. χωρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • εμμίγνυμαι — ἐμμίγνυμαι (Α) 1. αναμιγνύομαι 2. (για πρόσ.) συναντώ …   Dictionary of Greek

  • επαλλάσσω — (Α ἐπαλλάσσω και αττ. τ. ἐπαλλάττω) αλλάζω αμοιβαία ή διαδοχικά τη θέση προσώπων ή πραγμάτων νεοελλ. (λογ.) «επαλλάσσουσες έννοιες» οι έννοιες που περιέχονται στο πλάτος τής ίδιας έννοιας, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους στο πλάτος και στο βάθος, οι… …   Dictionary of Greek

  • επανακίρναμαι — ἐπανακίρναμαι (Α) αναμιγνύομαι, ανακατεύομαι με κάτι εκ νέου, ξεναενώνομαι …   Dictionary of Greek

  • θαλασσώνω — (Α θαλασσῶ, αττ. τ. θαλαττῶ, όω) [θάλασσα] 1. κατακλύζω με θαλασσινό νερό μια περιοχή τής ακτής («Νεῖλος θαλασσώσας τὴν Αἴγυπτον», Ηλιόδ.) 2. καθελκύω στη θάλασσα, ρίχνω στη θάλασσα νεοελλ. 1. πέφτω στη θάλασσα 2. προκαλώ αναστάτωση, φέρνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”